- τσιμπίδι
- το, Ν [τσιμπίδα]υποκορ. τ. τού τσιμπίδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τσιμπίδι — το μικρή τσιμπίδα, μικρή λαβίδα (χειρουργού, τυπογράφου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμπιδάκι — το, Ν [τσιμπίδι] υποκορ. μικρό τσιμπίδι που χρησιμοποιούν οι γυναίκες για να αφαιρούν τρίχες από τα φρύδια τους ή να συγκρατούν τα μαλλιά τους … Dictionary of Greek
λαβίδιον — λαβίδιον, τὸ (Α) [λαβίς] 1. μικρή λαβίδα, τσιμπίδι 2. μικρή λαβή … Dictionary of Greek
τριχολαβίδα — η / τριχολαβίς, ίδος, ΝΑ ειδική λαβίδα για την απόσπαση τριχών, τσιμπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + λαβίς, ίδος] … Dictionary of Greek
τσιμπιδάκι — το μικρό τσιμπίδι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)